- ἀπολίτευτος
- ἀπολίτευτοςwithout political constitutionmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… … Dictionary of Greek
απολίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να πολιτεύεται, να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις: Ήταν άνθρωπος ντόμπρος κι απολίτευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολίτευτον — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc sg ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιτεύτους — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτα — ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)